·

beer (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “beer”

ενικός beer, πληθυντικός beers ή μη μετρήσιμο
  1. μπύρα
    After a long day at work, Tom likes to relax with a cold beer.
  2. μπύρα (από ρίζες και άλλα φυτικά μέρη)
    At the medieval fair, they served a traditional beer brewed from ginger.
  3. μπύρα (σε ποτήρι, μπουκάλι ή κουτί)
    After finishing the marathon, he rewarded himself with a cold beer.
  4. μπύρα (συγκεκριμένου τύπου, όπως Πίλσνερ)
    At the festival, they offered several beers, including stout, ale, and lager.