ουσιαστικό “effort”
ενικός effort, πληθυντικός efforts ή μη μετρήσιμο
- προσπάθεια (η απαιτούμενη εργασία για να γίνει κάτι)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She put in a great effort to pass her final exams with high marks.
- προσπάθεια (η διαδικασία του να προσπαθεί κανείς ενεργά για κάτι)
Her effort to learn French finally paid off when she was able to converse fluently with the locals in Paris.
- ενέργεια (μια συγκεκριμένη δραστηριότητα με σκοπό την επίτευξη ενός στόχου)
The community's cleanup effort made the park beautiful again.