·

effort (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “effort”

ενικός effort, πληθυντικός efforts ή μη μετρήσιμο
  1. προσπάθεια (η απαιτούμενη εργασία για να γίνει κάτι)
    She put in a great effort to pass her final exams with high marks.
  2. προσπάθεια (η διαδικασία του να προσπαθεί κανείς ενεργά για κάτι)
    Her effort to learn French finally paid off when she was able to converse fluently with the locals in Paris.
  3. ενέργεια (μια συγκεκριμένη δραστηριότητα με σκοπό την επίτευξη ενός στόχου)
    The community's cleanup effort made the park beautiful again.