επίθετο “fixed-income”
βασική μορφή fixed-income, μη βαθμ.
- σταθερού εισοδήματος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They shifted their portfolio to fixed-income securities to reduce risk.
ουσιαστικό “fixed-income”
ενικός fixed-income, μη μετρήσιμο
- σταθερό εισόδημα (επενδύσεις)
He is considering investing in fixed-income.