·

houseboat (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “houseboat”

ενικός houseboat, πληθυντικός houseboats
  1. πλωτό σπίτι (βάρκα που οι άνθρωποι μπορούν να ζουν μέσα της ως το σπίτι τους)
    They sold their house and moved into a houseboat on the canal.