επίθετο “empathic”
βασική μορφή empathic (more/most)
- συμπαθητικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her empathic response to my situation made me feel understood and less alone.