·

τ (EN)
γράμμα, σύμβολο

γράμμα “τ”

τ, tau
  1. το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
    In the Greek word for "life," the letter τ is used to represent the "t" sound.

σύμβολο “τ”

τ
  1. (στη φυσική) ροπή, ένα μέτρο της δύναμης που προκαλεί την περιστροφή ενός αντικειμένου
    The engineer calculated the torque τ needed to turn the gear mechanism.
  2. (στη φυσική) διατμητική τάση, η δύναμη ανά μονάδα επιφάνειας που προκαλεί την ολίσθηση των στρωμάτων το ένα πάνω στο άλλο
    The material's deformation was analyzed by applying the shear stress τ.
  3. (στα μαθηματικά) μια σταθερά ίση με 6,283, που αντιπροσωπεύει τον λόγο της περιφέρειας ενός κύκλου προς την ακτίνα του.
    By using τ instead of 2π, the formula for a circle's circumference becomes simpler.
  4. (στη φυσική) οπτικό βάθος, ένα μέτρο του πόσο αδιαφανές είναι ένα μέσο στην ακτινοβολία
    Scientists measured the optical depth τ to understand the atmosphere's effect on starlight.
  5. (στη φυσική) το σωματίδιο ταυ, ένα στοιχειώδες σωματίδιο παρόμοιο με το ηλεκτρόνιο αλλά βαρύτερο
    The researchers observed the decay of the tau lepton τ in their experiments.
  6. (στη φωνητική) ένα σύμβολο που αντιπροσωπεύει έναν άηχο οδοντικό κλειστό ήχο
    In some phonetic scripts, τ denotes the dental 't' sound found in certain languages.
  7. (στη φωνητική) ένα σύμβολο που αντιπροσωπεύει ένα ηχηρό κοροναλικό κλικ σύμφωνο
    Linguists use τ to represent specific click sounds in the study of African languages.