·

lesson (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “lesson”

ενικός lesson, πληθυντικός lessons ή μη μετρήσιμο
  1. μάθημα (ένας ορισμένος χρόνος κατά τον οποίο κάποιος διδάσκεται)
    He took guitar lessons every Thursday after school.
  2. μάθημα (μέρος ενός ευρύτερου εκπαιδευτικού περιεχομένου)
    Today's math lesson focused on fractions and how to simplify them.
  3. διδαγμένο (από μια εμπειρία)
    Getting lost in the woods taught him a valuable lesson about always carrying a map.
  4. ανάγνωσμα (σε θρησκευτική τελετή)
    The priest announced, "Today's lesson is from the Book of Psalms," before he began to read.