·

budget (EN)
ουσιαστικό, επίθετο, ρήμα

ουσιαστικό “budget”

ενικός budget, πληθυντικός budgets
  1. προϋπολογισμός
    The school set a budget of $5,000 for the new library books this year.
  2. προϋπολογισμός (αναλυτική κατάσταση δαπανών)
    The family created a budget to plan their spending and savings for the year.
  3. περιορισμένος προϋπολογισμός
    Since we're on a budget, we decided to have a picnic instead of going to the amusement park.

επίθετο “budget”

βασική μορφή budget, μη βαθμ.
  1. οικονομικός
    We stayed at a budget hotel to save money on our trip.

ρήμα “budget”

απαρέμφατο budget; αυτός budgets; αόριστος budgeted; μετοχή αορ. budgeted; μετοχή ενεστ. budgeting
  1. διαχειρίζομαι προσεκτικά τα χρήματα
    She budgets her monthly salary to make sure she can pay all her bills.
  2. να κατανείμει το δεδομένο χρηματικό ποσό
    We need to budget $200 for the office party next month.
  3. καταρτίζω προϋπολογισμό
    Every month, the management is involved in budgeting.