ουσιαστικό “budget”
ενικός budget, πληθυντικός budgets
- προϋπολογισμός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The school set a budget of $5,000 for the new library books this year.
- προϋπολογισμός (αναλυτική κατάσταση δαπανών)
The family created a budget to plan their spending and savings for the year.
- περιορισμένος προϋπολογισμός
Since we're on a budget, we decided to have a picnic instead of going to the amusement park.
επίθετο “budget”
βασική μορφή budget, μη βαθμ.
- οικονομικός
We stayed at a budget hotel to save money on our trip.
ρήμα “budget”
απαρέμφατο budget; αυτός budgets; αόριστος budgeted; μετοχή αορ. budgeted; μετοχή ενεστ. budgeting
- διαχειρίζομαι προσεκτικά τα χρήματα
She budgets her monthly salary to make sure she can pay all her bills.
- να κατανείμει το δεδομένο χρηματικό ποσό
We need to budget $200 for the office party next month.
- καταρτίζω προϋπολογισμό
Every month, the management is involved in budgeting.