·

RN (EN)
ουσιαστικό, Κύριο Όνομα

ουσιαστικό “RN”

ενικός RN, R.N., πληθυντικός RNs, R.N.s
  1. registered nurse (εγγεγραμμένη νοσοκόμα)
    The RN checked the patient's vital signs and updated their medical chart.

Κύριο Όνομα “RN”

RN
  1. Royal Navy (βασιλικό ναυτικό)
    My brother joined the RN and is now serving on a ship in the Mediterranean.
  2. συντομογραφία του Ρίο Γκράντε ντο Νόρτε, μιας πολιτείας στη Βραζιλία
    I am planning a trip to RN to visit the beautiful beaches of Rio Grande do Norte.
  3. Rassemblement National (γαλλικό δεξιό κόμμα)
    Marine Le Pen is a prominent leader of the RN, advocating for stricter immigration policies in France.