Γλώσσα
English
|
español
français
|
Deutsch
русский
|
中文
português
|
العربية
italiano
|
日本語
Türkçe
|
B. Indonesia
Nederlands
|
polski
svenska
|
한국어
हिन्दी
|
українська
čeština
|
română
...περισσότερα
Αρχική σελίδα
Λεξικό
Φόρουμ
Οδηγός
Εφαρμογή
Λεξιλόγιο
Ανάγνωση
Λεξικό
Φόρουμ
Επικοινωνία
Σύνδεση
Εγγραφείτε
Σχετικά με εμάς
menu
Σύνδεση
·
Εγγραφείτε
increased
(EN)
μεταφράσεις στα Ελληνικά
Για λεπτομέρειες και παραδείγματα δείτε:
increase
(ρήμα)
increased
(επίθετο)
US+UK
[
ɪnˈkʰriːst
]
αυξημένος
αυξημένη
αυξημένο