increased (EN)
μεταφράσεις στα Ελληνικά

Για λεπτομέρειες και παραδείγματα δείτε:
increase (ρήμα)
increased (επίθετο)
US+UK [ɪnˈkʰriːst]
  • αυξημένος
  • αυξημένη
  • αυξημένο