·

complete (EN)
επίθετο, ρήμα

επίθετο “complete”

βασική μορφή complete, μη βαθμ.
  1. πλήρης
    The vacation deal was a complete package, including flights, hotels, and tours.
  2. ολοκληρωμένος
    Once the kitchen cleaning is complete, we can start baking cookies.
  3. απόλυτος (για να τονίσει μια έκφραση)
    She was a complete genius, solving the puzzle in seconds.

ρήμα “complete”

απαρέμφατο complete; αυτός completes; αόριστος completed; μετοχή αορ. completed; μετοχή ενεστ. completing
  1. ολοκληρώνω
    She completed her marathon run with a personal best time.
  2. συμπληρώνω (για να κάνω κάτι ολοκληρωμένο ή τέλειο)
    Adding the final piece completed the puzzle.