·

swing (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “swing”

απαρέμφατο swing; αυτός swings; αόριστος swung; μετοχή αορ. swung; μετοχή ενεστ. swinging
  1. αιωρούμαι
    The branches swung gently in the breeze.
  2. αιωρώ
    She swung the rope over her head.
  3. κάνω κούνια
    The children were swinging happily at the playground.
  4. στρέφω
    He swung the golf club and hit the ball perfectly.
  5. περιστρέφομαι
    The gate swung shut behind us.
  6. μεταβάλλομαι
    His mood swung from joy to despair.
  7. καταφέρνω
    Do you think we can swing tickets for the concert?
  8. παίζω μουσική με έντονο ρυθμό που σε κάνει να θέλεις να χορέψεις
    This band really knows how to swing.
  9. συμμετέχω στον τρόπο ζωής της ανταλλαγής σεξουαλικών συντρόφων μέσα σε μια ομάδα
    They discovered that their neighbors like to swing.

ουσιαστικό “swing”

ενικός swing, πληθυντικός swings ή μη μετρήσιμο
  1. κούνια
    The kids love playing on the swings at the park.
  2. αιώρηση
    The swing of the pendulum keeps time.
  3. σάρωση
    He took a swing with the baseball bat.
  4. μεταβολή (ξαφνική ή μεγάλη)
    There's been a swing in public opinion recently.
  5. σουίνγκ (ένα είδος τζαζ μουσικής με έντονο ρυθμό)
    She enjoys listening to swing music from the 1940s.
  6. σουίνγκ (ένα είδος χορού που συνδέεται με τη μουσική σουίνγκ)
    They like to dance swing.
  7. (στο θέατρο) ένας ερμηνευτής που μπορεί να παίξει διάφορους ρόλους σε ένα μιούζικαλ
    She was hired as a swing in the Broadway show.
  8. (στον αθλητισμό) πλευρική κίνηση της μπάλας ενώ βρίσκεται στον αέρα, ειδικά στο κρίκετ
    The bowler is known for his ability to get swing on the ball.