ρήμα “swing”
απαρέμφατο swing; αυτός swings; αόριστος swung; μετοχή αορ. swung; μετοχή ενεστ. swinging
- αιωρούμαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The branches swung gently in the breeze.
- αιωρώ
She swung the rope over her head.
- κάνω κούνια
The children were swinging happily at the playground.
- στρέφω
He swung the golf club and hit the ball perfectly.
- περιστρέφομαι
The gate swung shut behind us.
- μεταβάλλομαι
His mood swung from joy to despair.
- καταφέρνω
Do you think we can swing tickets for the concert?
- παίζω μουσική με έντονο ρυθμό που σε κάνει να θέλεις να χορέψεις
This band really knows how to swing.
- συμμετέχω στον τρόπο ζωής της ανταλλαγής σεξουαλικών συντρόφων μέσα σε μια ομάδα
They discovered that their neighbors like to swing.
ουσιαστικό “swing”
ενικός swing, πληθυντικός swings ή μη μετρήσιμο
- κούνια
The kids love playing on the swings at the park.
- αιώρηση
The swing of the pendulum keeps time.
- σάρωση
He took a swing with the baseball bat.
- μεταβολή (ξαφνική ή μεγάλη)
There's been a swing in public opinion recently.
- σουίνγκ (ένα είδος τζαζ μουσικής με έντονο ρυθμό)
She enjoys listening to swing music from the 1940s.
- σουίνγκ (ένα είδος χορού που συνδέεται με τη μουσική σουίνγκ)
They like to dance swing.
- (στο θέατρο) ένας ερμηνευτής που μπορεί να παίξει διάφορους ρόλους σε ένα μιούζικαλ
She was hired as a swing in the Broadway show.
- (στον αθλητισμό) πλευρική κίνηση της μπάλας ενώ βρίσκεται στον αέρα, ειδικά στο κρίκετ
The bowler is known for his ability to get swing on the ball.