ρήμα “render”
απαρέμφατο render; αυτός renders; αόριστος rendered; μετοχή αορ. rendered; μετοχή ενεστ. rendering
- καθιστώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The accident rendered him immobile.
- ερμηνεύω
The actor rendered the character with great emotional depth.
- μεταφράζω
The student rendered the French poem into English for her class.
- ανακοινώνω επίσημα
The jury took hours to render a decision on the case.
- πληρώνω
The company was required to render payment for the damages caused.
- προσφέρω
The stranded hiker was grateful when the rescue team arrived to render assistance.
- αποδίδω οπτικά (για ψηφιακά μοντέλα)
The designer spent hours rendering the 3D model for the presentation.
- παραδίδω κρυφά (για άτομα)
The spy was rendered to his home country for trial.
- μετατρέπω (ζωικά απόβλητα σε χρήσιμα υλικά)
The facility specializes in rendering animal byproducts for industrial use.
- λιώνω (λίπος από κρέας κατά το μαγείρεμα)
As the chef cooked the pork belly, the fat slowly rendered out.
- επιχρίω (με σοβά για προστασία ή διακόσμηση)
The workers were busy rendering the exterior wall of the new house.
ουσιαστικό “render”
ενικός render, πληθυντικός renders ή μη μετρήσιμο
- σοβάς
The building's facade was improved with a fresh coat of render.
- απεικόνιση (από ψηφιακό μοντέλο)
The architect showed us a high-quality render of the proposed building.