·

transfer (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “transfer”

απαρέμφατο transfer; αυτός transfers; αόριστος transferred; μετοχή αορ. transferred; μετοχή ενεστ. transferring
  1. μεταφέρω
    She transferred the files from the cabinet to her desk.
  2. αλλάζω (μέσο μεταφοράς)
    Passengers must transfer at the next station to get to the airport.
  3. μεταφέρω (δεδομένα)
    He transferred the photos from his phone to his computer.
  4. μεταβιβάζω
    They transferred the house to their son.
  5. μετακίνηση σε διαφορετική δουλειά, σχολείο ή τοποθεσία
    She decided transfer to the company's New York office.
  6. (ιατρική) να μετακινηθεί από αναπηρικό καροτσάκι σε άλλη καρέκλα ή επιφάνεια
    The patient can transfer from the bed to the wheelchair with assistance.

ουσιαστικό “transfer”

ενικός transfer, πληθυντικός transfers ή μη μετρήσιμο
  1. μεταφορά
    The transfer of data between the computers took several hours.
  2. μετακίνηση
    The transfer of the items from one office to another went smoothly.
  3. μεταγραφή (η πράξη αλλαγής εργασίας ή σχολείου)
    His transfer to the London branch came as a surprise.
  4. μεταφορά (η πράξη της αλλαγής από ένα όχημα ή διαδρομή σε άλλο κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού)
    There's a quick transfer between flights in Chicago.
  5. μετεπιβίβαση
    She asked the driver for a transfer to use on the next bus.
  6. μετεγγραφόμενος
    As a transfer, he had to adjust to the new school's curriculum.
  7. μεταγραφή
    The team announced the transfer of their star player to a rival club.