ρήμα “come”
απαρέμφατο come; αυτός comes; αόριστος came; μετοχή αορ. come; μετοχή ενεστ. coming
- να πλησιάζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
"Come!" she called at her dog.
- να φτάνω
Please call me when you come home.
- να γίνομαι ορατός (για αντικείμενα) / να εμφανίζομαι (για πρόσωπα)
A smile came across her face when she heard the good news.
- να αρχίζω να νιώθω
After much thought, I've come to appreciate the complexity of the issue.
- να καταλήγω να κάνω κάτι κατά λάθος
I came to find my keys in the freezer after searching the whole house.
- να έρχομαι σε σειρά
Your birthday comes before mine in the calendar year.
- να φτάνω σε οργασμό
During their intimate moment, she could tell he was about to come.
- να γίνομαι βούτυρο (μέσω ανάδευσης)
After churning for a while, the butter finally came.
- να πλησιάζω σε κάποια κατάσταση ή επίπεδο
With a bit more effort, you'll come close to achieving your goal.
- να θεωρούμαι τελικά
That's a dream come true!
- να είμαι διαθέσιμος
Opportunities like this don't come often, so you should take it.
- να προέρχομαι
Where do you come from? He comes from a good family.
- να βλασταίνω
The farmer was pleased to see the wheat come in the spring.
πρόθεση “come”
- όταν φτάνει μια συγκεκριμένη ώρα (ως πρόθεση: κατά τη διάρκεια)
Come Friday, we'll pack our bags and head out for the weekend trip.
επίφωνο “come”
- (παρωχημένο) έκφραση ενόχλησης
Come come! You know better than to behave like this in public.