·

poo (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, επίφωνο

ουσιαστικό “poo”

ενικός poo, πληθυντικός poos ή μη μετρήσιμο
  1. κακά
    The baby giggled after making a big poo in his diaper.

ρήμα “poo”

απαρέμφατο poo; αυτός poos; αόριστος pooed; μετοχή αορ. pooed; μετοχή ενεστ. pooing
  1. κάνω κακά
    The toddler giggled and said he needed to poo right away.

επίφωνο “poo”

poo
  1. αμάν
    Poo! I stepped in something gross!