ουσιαστικό “poo”
ενικός poo, πληθυντικός poos ή μη μετρήσιμο
- κακά
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The baby giggled after making a big poo in his diaper.
ρήμα “poo”
απαρέμφατο poo; αυτός poos; αόριστος pooed; μετοχή αορ. pooed; μετοχή ενεστ. pooing
- κάνω κακά
The toddler giggled and said he needed to poo right away.
επίφωνο “poo”
- αμάν
Poo! I stepped in something gross!