·

classics (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
classic (ουσιαστικό)

ουσιαστικό “classics”

classics, μόνο πληθυντικός
  1. κλασικές σπουδές (η μελέτη της Αρχαίας Ελληνικής και Λατινικής γλώσσας, της λογοτεχνίας και της ιστορίας τους)
    She decided to major in classics to explore the history of Ancient Greece and Rome.