ουσιαστικό “category”
ενικός category, πληθυντικός categories
- κατηγορία
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The store organizes its products into categories like electronics, clothing, and home goods.
- (στα μαθηματικά) μια δομή που αποτελείται από αντικείμενα και βέλη (μορφισμούς) μεταξύ τους, ακολουθώντας ορισμένους κανόνες
In higher mathematics, category theory studies categories to understand abstract mathematical concepts.