·

category (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “category”

ενικός category, πληθυντικός categories
  1. κατηγορία
    The store organizes its products into categories like electronics, clothing, and home goods.
  2. (στα μαθηματικά) μια δομή που αποτελείται από αντικείμενα και βέλη (μορφισμούς) μεταξύ τους, ακολουθώντας ορισμένους κανόνες
    In higher mathematics, category theory studies categories to understand abstract mathematical concepts.