·

European (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “European”

βασική μορφή European (more/most)
  1. ευρωπαϊκός (που σχετίζεται με την Ευρώπη ή τους ανθρώπους της)
    The European culture has greatly influenced global art and philosophy.
  2. ευρωπαϊκός (σχετικός με την Ευρωπαϊκή Ένωση)
    European exports to Russia have decreased due to political tensions.
  3. ευρωπαϊκή (στα χρηματοοικονομικά, μιας επιλογής, που μπορεί να ασκηθεί μόνο την ημερομηνία λήξης)
    European options can only be exercised at their maturity date.

ουσιαστικό “European”

ενικός European, πληθυντικός Europeans
  1. Ευρωπαίος (ένα άτομο που ζει ή κατάγεται από την Ευρώπη)
    Europeans have diverse traditions and languages across the continent.
  2. Ευρωπαίος (πολίτης ή κάτοικος της Ευρωπαϊκής Ένωσης)
    As a European, he can travel freely between EU countries.