επίθετο “European”
βασική μορφή European (more/most)
- ευρωπαϊκός (που σχετίζεται με την Ευρώπη ή τους ανθρώπους της)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The European culture has greatly influenced global art and philosophy.
- ευρωπαϊκός (σχετικός με την Ευρωπαϊκή Ένωση)
European exports to Russia have decreased due to political tensions.
- ευρωπαϊκή (στα χρηματοοικονομικά, μιας επιλογής, που μπορεί να ασκηθεί μόνο την ημερομηνία λήξης)
European options can only be exercised at their maturity date.
ουσιαστικό “European”
ενικός European, πληθυντικός Europeans
- Ευρωπαίος (ένα άτομο που ζει ή κατάγεται από την Ευρώπη)
Europeans have diverse traditions and languages across the continent.
- Ευρωπαίος (πολίτης ή κάτοικος της Ευρωπαϊκής Ένωσης)
As a European, he can travel freely between EU countries.