ουσιαστικό “component”
 ενικός component, πληθυντικός components ή μη μετρήσιμο
- συστατικό μέρος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
 The battery is an essential component of a smartphone.
 - ουσιώδες στοιχείο
Trust is a crucial component of any strong relationship.
 - συστατική ουσία
Water is composed of two components: hydrogen and oxygen.