·

component (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “component”

ενικός component, πληθυντικός components ή μη μετρήσιμο
  1. συστατικό μέρος
    The battery is an essential component of a smartphone.
  2. ουσιώδες στοιχείο
    Trust is a crucial component of any strong relationship.
  3. συστατική ουσία
    Water is composed of two components: hydrogen and oxygen.