·

systemic (EN)
επίθετο

επίθετο “systemic”

βασική μορφή systemic, μη βαθμ.
  1. συστημικός (που αφορά ένα σύστημα, οργανισμό ή κοινωνία στο σύνολό του)
    The corruption is systemic, needing reforms at all levels of government.
  2. συστηματικός (ιατρικός όρος: που επηρεάζει ολόκληρο το σώμα)
    She was diagnosed with a systemic infection that required immediate treatment.