επίθετο “systemic”
βασική μορφή systemic, μη βαθμ.
- συστημικός (που αφορά ένα σύστημα, οργανισμό ή κοινωνία στο σύνολό του)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The corruption is systemic, needing reforms at all levels of government.
- συστηματικός (ιατρικός όρος: που επηρεάζει ολόκληρο το σώμα)
She was diagnosed with a systemic infection that required immediate treatment.