ρήμα “clarify”
απαρέμφατο clarify; αυτός clarifies; αόριστος clarified; μετοχή αορ. clarified; μετοχή ενεστ. clarifying
- διευκρινίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The teacher clarified the homework instructions so that all the students understood what they needed to do.
- καθαρίζω (υγρό)
The chef clarified the butter by heating it gently and removing the impurities.