·

tailgate (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “tailgate”

ενικός tailgate, πληθυντικός tailgates
  1. η αρθρωτή σανίδα ή πόρτα στο πίσω μέρος ενός οχήματος που μπορεί να ανοίξει προς τα κάτω για φόρτωση και εκφόρτωση
    He lowered the tailgate of his pickup truck to load the heavy boxes.
  2. (Ηνωμένο Βασίλειο) η πίσω πόρτα ενός αυτοκινήτου τύπου χάτσμπακ
    She opened the tailgate to put her groceries in the car.

ρήμα “tailgate”

απαρέμφατο tailgate; αυτός tailgates; αόριστος tailgated; μετοχή αορ. tailgated; μετοχή ενεστ. tailgating
  1. οδηγώ επικίνδυνα κοντά πίσω από άλλο όχημα
    The impatient driver tailgated me all the way to the city.