·

today (EN)
επίρρημα, ουσιαστικό

επίρρημα “today”

today (more/most)
  1. σήμερα
    We are going to the zoo today.
  2. σήμερα (στη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου)
    Back in my grandparents' time, they wrote letters to keep in touch, but today we just send a quick text message.

ουσιαστικό “today”

today, μόνο ενικός αριθμός
  1. η σημερινή ημέρα
    Today's weather is perfect for a picnic.
  2. η σημερινή εποχή
    The ways of today are very different from what people used to know.