ουσιαστικό “branch”
ενικός branch, πληθυντικός branches
- κλαδί
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The bird built its nest on a high branch.
- υποκατάστημα
She deposited the money at the branch nearest her home.
- ένα μέρος από κάτι που διαχωρίζεται από μια κύρια ενότητα
The road splits into two branches after the bridge.
- κλάδος
Psychology is a branch of science that explores the human mind.
- κλάδος (οικογενειακός)
They belong to the Canadian branch of the family.
- (στην πληροφορική) μια ξεχωριστή έκδοση ενός έργου λογισμικού στον έλεγχο πηγαίου κώδικα
The developers created a new branch to test the features.
- παραπόταμος
They went fishing in the branch behind their farmhouse.
ρήμα “branch”
απαρέμφατο branch; αυτός branches; αόριστος branched; μετοχή αορ. branched; μετοχή ενεστ. branching
- διακλαδίζομαι
The river branches into multiple streams in the valley.
- να παράγει κλαδιά (φυτού ή δέντρου)
The old oak tree has begun to branch again in spring.
- (στην πληροφορική) να μεταβεί σε διαφορετικό μέρος ενός προγράμματος βάσει μιας συνθήκης
The program branches to a new function when the user clicks the button.