·

branch (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “branch”

ενικός branch, πληθυντικός branches
  1. κλαδί
    The bird built its nest on a high branch.
  2. υποκατάστημα
    She deposited the money at the branch nearest her home.
  3. ένα μέρος από κάτι που διαχωρίζεται από μια κύρια ενότητα
    The road splits into two branches after the bridge.
  4. κλάδος
    Psychology is a branch of science that explores the human mind.
  5. κλάδος (οικογενειακός)
    They belong to the Canadian branch of the family.
  6. (στην πληροφορική) μια ξεχωριστή έκδοση ενός έργου λογισμικού στον έλεγχο πηγαίου κώδικα
    The developers created a new branch to test the features.
  7. παραπόταμος
    They went fishing in the branch behind their farmhouse.

ρήμα “branch”

απαρέμφατο branch; αυτός branches; αόριστος branched; μετοχή αορ. branched; μετοχή ενεστ. branching
  1. διακλαδίζομαι
    The river branches into multiple streams in the valley.
  2. να παράγει κλαδιά (φυτού ή δέντρου)
    The old oak tree has begun to branch again in spring.
  3. (στην πληροφορική) να μεταβεί σε διαφορετικό μέρος ενός προγράμματος βάσει μιας συνθήκης
    The program branches to a new function when the user clicks the button.