αριθμητικό (όνομα) “one”
- ένα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She has one cat that follows her everywhere.
αντωνυμία “one”
singular one, plural ones
- ένας/μία/ένα (ανάλογα με το φύλο και τον αριθμό του ουσιαστικού που αναφέρεται)
Out of all the puppies, the littlest one stole my heart.
- κάποιος/κάποια/κάποιο
One should always try to be kind, for one never knows what someone else is going through.
ουσιαστικό “one”
ενικός one, 1, πληθυντικός ones, 1s
- ένα (σύμβολο)
After learning to write, the first digit she mastered was the number one.
- ένα δολάριο (χαρτονόμισμα)
Can you break this twenty? I need a few ones for the vending machine.
- η ώρα ένα (στο ρολόι)
The meeting is scheduled to start promptly at one in the afternoon.
- ανέκδοτο (σε περίπτωση που αναφέρεται σε αστείο ή χιουμοριστική ιστορία)
John always has a good one to tell at parties, leaving everyone in stitches.
- ένας χαρακτήρας (για άτομο με συγκεκριμένη ιδιότητα)
She's quite the one for baking; her cookies are always a hit at the bake sale.
- ο τέλειος άνθρωπος ή πράγμα
I know it. She is the one for me.
επίθετο “one”
βασική μορφή one, μη βαθμ.
- συγκεκριμένος/συγκεκριμένη/συγκεκριμένο (για χρόνο)
One morning, she woke up to find the garden covered in a blanket of snow.
- κάποιος/κάποια/κάποιο (αόριστο ή απροσδιόριστο)
In a city, one shop is just like the other.
- ο μόνος/η μόνη/το μόνο (χωρίς άλλους)
In the vast expanse of the desert, he was the one source of knowledge for miles around.
- ολόκληρο ή αδιαίρετο
The team worked as one to achieve their goal.
- σε αρμονία (για συμφωνία ή συνεννόηση)
After the meeting, the committee was one in their decision to proceed with the project.
- ίδιος/ίδια/ίδιο (για την ίδια φύση ή ιδιότητα)
Though they may appear diverse, all these theories are one in their basic principles.
οριστικό “one”
- χρησιμοποιείται για έμφαση
That was one incredible performance you gave on stage!