·

blossom (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “blossom”

ενικός blossom, πληθυντικός blossoms ή μη μετρήσιμο
  1. άνθος
    The apple tree is covered in pink and white blossoms.
  2. ανθοφορία
    In spring, the cherry trees are covered in beautiful pink blossoms.
  3. ακμή (όταν κάτι αναπτύσσεται όμορφα ή δείχνει μεγάλο δυναμικό)
    In the blossom of her career, she received numerous awards and accolades for her groundbreaking research.

ρήμα “blossom”

απαρέμφατο blossom; αυτός blossoms; αόριστος blossomed; μετοχή αορ. blossomed; μετοχή ενεστ. blossoming
  1. ανθίζω
    In the spring, the cherry trees in the park blossom beautifully.
  2. ευδοκιμώ (όταν κάτι αρχίζει να πηγαίνει καλά, να βελτιώνεται ή να γίνεται πιο επιτυχημένο)
    After joining the new club, he really blossomed and made many new friends.