ουσιαστικό “blossom”
ενικός blossom, πληθυντικός blossoms ή μη μετρήσιμο
- άνθος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The apple tree is covered in pink and white blossoms.
- ανθοφορία
In spring, the cherry trees are covered in beautiful pink blossoms.
- ακμή (όταν κάτι αναπτύσσεται όμορφα ή δείχνει μεγάλο δυναμικό)
In the blossom of her career, she received numerous awards and accolades for her groundbreaking research.
ρήμα “blossom”
απαρέμφατο blossom; αυτός blossoms; αόριστος blossomed; μετοχή αορ. blossomed; μετοχή ενεστ. blossoming
- ανθίζω
In the spring, the cherry trees in the park blossom beautifully.
- ευδοκιμώ (όταν κάτι αρχίζει να πηγαίνει καλά, να βελτιώνεται ή να γίνεται πιο επιτυχημένο)
After joining the new club, he really blossomed and made many new friends.