·

winging (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
wing (ρήμα)

ουσιαστικό “winging”

ενικός winging, μη μετρήσιμο
  1. γουίνγκινγκ (άθλημα, οδήγηση σανίδας στο νερό ενώ κρατάς ένα πανί σε σχήμα φτερού για να πιάσεις τον άνεμο)
    He enjoys winging on the lake whenever the wind picks up, finding it thrilling to glide over the waves.