·

overhead (EN)
επίθετο, ουσιαστικό, επίρρημα

επίθετο “overhead”

βασική μορφή overhead, μη βαθμ.
  1. υπεράνω (τοποθετημένος πάνω, ειδικά πάνω από το κεφάλι κάποιου)
    The overhead fan provides a cool breeze.

ουσιαστικό “overhead”

ενικός overhead, πληθυντικός overheads ή μη μετρήσιμο
  1. γενικά έξοδα (οι συνεχιζόμενες γενικές δαπάνες λειτουργίας μιας επιχείρησης που δεν συνδέονται άμεσα με συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες)
    Paying rent and utilities are part of the company's overhead.
  2. έμμεσες δαπάνες (οποιοιδήποτε επιπλέον πόροι απαιτούνται για μια εργασία που δεν συμβάλλουν άμεσα στο αποτέλεσμά της)
    The overhead of managing the team reduced the efficiency of the project.

επίρρημα “overhead”

overhead
  1. από πάνω
    The helicopter hovered overhead.