επίθετο “overhead”
βασική μορφή overhead, μη βαθμ.
- υπεράνω (τοποθετημένος πάνω, ειδικά πάνω από το κεφάλι κάποιου)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The overhead fan provides a cool breeze.
ουσιαστικό “overhead”
ενικός overhead, πληθυντικός overheads ή μη μετρήσιμο
- γενικά έξοδα (οι συνεχιζόμενες γενικές δαπάνες λειτουργίας μιας επιχείρησης που δεν συνδέονται άμεσα με συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες)
Paying rent and utilities are part of the company's overhead.
- έμμεσες δαπάνες (οποιοιδήποτε επιπλέον πόροι απαιτούνται για μια εργασία που δεν συμβάλλουν άμεσα στο αποτέλεσμά της)
The overhead of managing the team reduced the efficiency of the project.
επίρρημα “overhead”
- από πάνω
The helicopter hovered overhead.