·

paging (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
page (ρήμα)

ουσιαστικό “paging”

ενικός paging, πληθυντικός pagings ή μη μετρήσιμο
  1. (στην πληροφορική) μια μέθοδος διαχείρισης μνήμης με τη μετακίνηση δεδομένων μεταξύ της κύριας μνήμης και των συσκευών αποθήκευσης
    The operating system uses paging to manage memory efficiently.
  2. σελιδοποίηση (η διάταξη των σελίδων σε ένα βιβλίο ή έγγραφο)
    The editor reviewed the paging to ensure the chapters were correctly ordered.