ουσιαστικό “highlighter”
ενικός highlighter, πληθυντικός highlighters ή μη μετρήσιμο
- μαρκαδόρος υπογράμμισης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She used a yellow highlighter to underline the key points in her textbook.
- highlighter (καλλυντικό προϊόν που αντανακλά το φως για να τονίσει μέρη του προσώπου)
The makeup artist applied highlighter to enhance her cheekbones.
- υπογραμμιστής (κάτι που τραβάει την προσοχή σε ένα σημαντικό γεγονός ή χαρακτηριστικό)
The presentation acted as a highlighter of the team's achievements.