·

highlighter (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “highlighter”

ενικός highlighter, πληθυντικός highlighters ή μη μετρήσιμο
  1. μαρκαδόρος υπογράμμισης
    She used a yellow highlighter to underline the key points in her textbook.
  2. highlighter (καλλυντικό προϊόν που αντανακλά το φως για να τονίσει μέρη του προσώπου)
    The makeup artist applied highlighter to enhance her cheekbones.
  3. υπογραμμιστής (κάτι που τραβάει την προσοχή σε ένα σημαντικό γεγονός ή χαρακτηριστικό)
    The presentation acted as a highlighter of the team's achievements.