ουσιαστικό “discount”
ενικός discount, πληθυντικός discounts
- έκπτωση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The store is offering a 20% discount on all furniture this weekend.
- παραγνώριση (στην ψυχολογία, η πράξη της αγνόησης της πραγματικότητας μιας κατάστασης με το να επικεντρώνεται κανείς μόνο στα δικά του συναισθήματα)
The therapist explained how discount can affect relationships.
ρήμα “discount”
απαρέμφατο discount; αυτός discounts; αόριστος discounted; μετοχή αορ. discounted; μετοχή ενεστ. discounting
- μειώνω την τιμή
The store is discounting all summer clothing by 30%.
ρήμα “discount”
απαρέμφατο discount; αυτός discounts; αόριστος discounted; μετοχή αορ. discounted; μετοχή ενεστ. discounting
- παραβλέπω (ως ασήμαντο)
The teacher discounted the rumor as mere gossip.