·

discount (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, ρήμα

ουσιαστικό “discount”

ενικός discount, πληθυντικός discounts
  1. έκπτωση
    The store is offering a 20% discount on all furniture this weekend.
  2. παραγνώριση (στην ψυχολογία, η πράξη της αγνόησης της πραγματικότητας μιας κατάστασης με το να επικεντρώνεται κανείς μόνο στα δικά του συναισθήματα)
    The therapist explained how discount can affect relationships.

ρήμα “discount”

απαρέμφατο discount; αυτός discounts; αόριστος discounted; μετοχή αορ. discounted; μετοχή ενεστ. discounting
  1. μειώνω την τιμή
    The store is discounting all summer clothing by 30%.

ρήμα “discount”

απαρέμφατο discount; αυτός discounts; αόριστος discounted; μετοχή αορ. discounted; μετοχή ενεστ. discounting
  1. παραβλέπω (ως ασήμαντο)
    The teacher discounted the rumor as mere gossip.