·

beacon (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “beacon”

ενικός beacon, πληθυντικός beacons
  1. φάρος (σήμα κινδύνου ή προειδοποίησης)
    As the enemy troops advanced, the villagers lit a beacon on the hilltop to warn the neighboring towns.
  2. σημαδούρα (οδηγός για ναυτιλομένους)
    The lighthouse served as a beacon, guiding ships safely around the treacherous rocks.
  3. φωτεινό παράδειγμα (μεταφορικά για ελπίδα ή κίνδυνο)
    In the midst of the crisis, the charity's relief efforts were a beacon of hope to those in need.
  4. συσκευή beacon (ηλεκτρονική συσκευή εκπομπής σήματος)
    The museum installed beacons throughout the exhibits, which sent information to visitors' smartphones about the artwork.
  5. beacon (κώδικας ιστοσελίδας για παρακολούθηση)
    The company's website used a beacon to track user behavior and gather analytics for targeted advertising.