ουσιαστικό “instrument”
ενικός instrument, πληθυντικός instruments
- μουσικό όργανο (συσκευή που χρησιμοποιείται για να παράγει μουσική)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She plays several musical instruments, including the piano and the flute.
- εργαλείο (ένα εργαλείο ή όργανο που χρησιμοποιείται για ακριβή εργασία, π.χ. χειρουργική)
The surgeon carefully selected his instruments before starting the operation.
- όργανο
The laboratory is equipped with sensitive instruments to detect radiation.
- μέσο
The internet has become a powerful instrument of communication worldwide.
- επίσημο νομικό έγγραφο
They signed the instrument to finalize the sale of the property.
- χρηματοοικονομικό μέσο (χρηματοοικονομικά, ένα εμπορεύσιμο περιουσιακό στοιχείο ή ένα νομικό συμβόλαιο που έχει χρηματική αξία)
The fund manager traded several instruments on the exchange.
- όργανο (άτομο που χρησιμοποιείται από άλλον)
He felt like he was an instrument in their political campaign.