ρήμα “provide”
απαρέμφατο provide; αυτός provides; αόριστος provided; μετοχή αορ. provided; μετοχή ενεστ. providing
- παρέχω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The university provides students with access to a large library.
- προβλέπω (σε νομικό ή επίσημο έγγραφο)
The lease provides that tenants cannot sublet the apartment.
- προετοιμάζομαι
They saved money to provide against unforeseen expenses.
- συντηρώ (οικονομικά)
After his father's death, he had to work to provide for his younger siblings.