·

job (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “job”

ενικός job, πληθυντικός jobs
  1. θέση εργασίας
    She started her new job at the marketing firm last Monday.
  2. εργασία
    Finishing this report by tomorrow is going to be a tough job.
  3. πλαστική επέμβαση (σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος)
    After the nose job, she felt more confident in her appearance.
  4. σεξουαλική πράξη (με χρήση του στόματος)
    They were caught by the police while engaging in a hand job in the park.
  5. εργασία υπολογιστή (σε προγραμματιστικό περιβάλλον)
    The IT department scheduled a job to run the system backup every night at 2 AM.
  6. ληστεία (σε ανεπίσημο λόγο)
    The gang was notorious for pulling off the most daring bank job the city had ever seen.

ρήμα “job”

απαρέμφατο job; αυτός jobs; αόριστος jobbed; μετοχή αορ. jobbed; μετοχή ενεστ. jobbing
  1. δουλεύω προσωρινά
    He jobs as a freelance photographer during the summer months.