ουσιαστικό “job”
ενικός job, πληθυντικός jobs
- θέση εργασίας
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She started her new job at the marketing firm last Monday.
- εργασία
Finishing this report by tomorrow is going to be a tough job.
- πλαστική επέμβαση (σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος)
After the nose job, she felt more confident in her appearance.
- σεξουαλική πράξη (με χρήση του στόματος)
They were caught by the police while engaging in a hand job in the park.
- εργασία υπολογιστή (σε προγραμματιστικό περιβάλλον)
The IT department scheduled a job to run the system backup every night at 2 AM.
- ληστεία (σε ανεπίσημο λόγο)
The gang was notorious for pulling off the most daring bank job the city had ever seen.
ρήμα “job”
απαρέμφατο job; αυτός jobs; αόριστος jobbed; μετοχή αορ. jobbed; μετοχή ενεστ. jobbing
- δουλεύω προσωρινά
He jobs as a freelance photographer during the summer months.