ρήμα “appear”
απαρέμφατο appear; αυτός appears; αόριστος appeared; μετοχή αορ. appeared; μετοχή ενεστ. appearing
- εμφανίζομαι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
As the fog lifted, the outline of a grand castle appeared on the horizon.
- φαίνομαι
Despite the clear skies in the morning, it appears that it will rain later in the day.
- κυκλοφορώ (στα μέσα ενημέρωσης)
The interview with the famous actress appeared on the news channel last night.
- αναφέρομαι (σε κείμενο)
His name appears on the last page of the book.
- παίζω (σε ταινία, τηλεοπτικό πρόγραμμα κλπ.)
She appeared as a guest star on the latest episode of the hit TV series.
- εμφανίζομαι (σε μέρος, ειδικά όταν αναμένεσαι)
We waited until midnight, but the guest of honor never appeared.
- παρουσιάζομαι (ενώπιον αρχής ή δικαστηρίου)
The defendant appeared before the judge to respond to the allegations of fraud.