·

term (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “term”

ενικός term, πληθυντικός terms
  1. όρος
    The term “algorithm” is commonly used in computer science.
  2. περίοδος
    He served a five-year term as governor.
  3. εξάμηνο
    The spring term starts in January.
  4. (στα μαθηματικά) ένας αριθμός ή έκφραση σε μια μαθηματική εξίσωση ή σειρά
    In the expression 2x + 3, both '2x' and '3' are terms.
  5. η φυσιολογική περίοδος της εγκυμοσύνης όταν συνήθως συμβαίνει ο τοκετός
    She carried the baby to term.
  6. η χρονική περίοδος κατά την οποία τα δικαστήρια είναι σε συνεδρίαση
    The trial will commence in the next term.
  7. (στην πληροφορική) ένα πρόγραμμα που εξομοιώνει ένα τερματικό
    By using a term, you can access the server remotely.

ρήμα “term”

απαρέμφατο term; αυτός terms; αόριστος termed; μετοχή αορ. termed; μετοχή ενεστ. terming
  1. ονομάζω
    Scientists term this process “photosynthesis”.
  2. απολύω (ανεπίσημα)
    The company decided to term several employees due to budget cuts.