·

bedded (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
bed (ρήμα)

επίθετο “bedded”

βασική μορφή bedded, μη βαθμ.
  1. με κρεβάτια
    We stayed in a three-bedded room at the hotel.
  2. στρωμένος (με υλικό για ζώα)
    The horses rested in well-bedded stalls.
  3. στρωματώδης
    The geologist studied the bedded rocks in the canyon.