·

signal (EN)
ουσιαστικό, ρήμα, επίθετο

ουσιαστικό “signal”

ενικός signal, πληθυντικός signals ή μη μετρήσιμο
  1. σήμα
    The firefighter used a whistle as a signal for everyone to evacuate the building immediately.
  2. σήμα (στο πλαίσιο της τηλεπικοινωνίας)
    The TV stopped working because it lost the signal during the storm.
  3. σηματοδότης
    The traffic signal turned green, indicating it was safe to proceed.
  4. ένδειξη
    The dark clouds in the sky were a signal that a storm was approaching.
  5. πληροφορία (σημαντική και διακριτή από άσχετα ή ασήμαντα δεδομένα)
    As data scientists, we try to distinguish the signal from the noise in complex data.

ρήμα “signal”

απαρέμφατο signal; αυτός signals; αόριστος signaled us, signalled uk; μετοχή αορ. signaled us, signalled uk; μετοχή ενεστ. signaling us, signalling uk
  1. σηματοδοτώ
    She signaled for help by waving her arms frantically.
  2. υποδηλώνω
    The dark clouds signalled that a storm was approaching.
  3. δείχνω (με φώτα ή κίνηση του χεριού ότι ένα όχημα θα στρίψει ή θα αλλάξει κατεύθυνση)
    He signaled left before merging into the other lane.

επίθετο “signal”

βασική μορφή signal, μη βαθμ.
  1. σημαντικός (για κάτι ή κάποιον που ξεχωρίζει σε βαθμό, σημασία ή επίτευγμα)
    Her signal victory in the science competition earned her a scholarship to a prestigious university.