ουσιαστικό “signal”
ενικός signal, πληθυντικός signals ή μη μετρήσιμο
- σήμα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The firefighter used a whistle as a signal for everyone to evacuate the building immediately.
- σήμα (στο πλαίσιο της τηλεπικοινωνίας)
The TV stopped working because it lost the signal during the storm.
- σηματοδότης
The traffic signal turned green, indicating it was safe to proceed.
- ένδειξη
The dark clouds in the sky were a signal that a storm was approaching.
- πληροφορία (σημαντική και διακριτή από άσχετα ή ασήμαντα δεδομένα)
As data scientists, we try to distinguish the signal from the noise in complex data.
ρήμα “signal”
απαρέμφατο signal; αυτός signals; αόριστος signaled us, signalled uk; μετοχή αορ. signaled us, signalled uk; μετοχή ενεστ. signaling us, signalling uk
- σηματοδοτώ
She signaled for help by waving her arms frantically.
- υποδηλώνω
The dark clouds signalled that a storm was approaching.
- δείχνω (με φώτα ή κίνηση του χεριού ότι ένα όχημα θα στρίψει ή θα αλλάξει κατεύθυνση)
He signaled left before merging into the other lane.
επίθετο “signal”
βασική μορφή signal, μη βαθμ.
- σημαντικός (για κάτι ή κάποιον που ξεχωρίζει σε βαθμό, σημασία ή επίτευγμα)
Her signal victory in the science competition earned her a scholarship to a prestigious university.