·

painting (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
paint (ρήμα)

ουσιαστικό “painting”

ενικός painting, πληθυντικός paintings ή μη μετρήσιμο
  1. πίνακας ζωγραφικής
    The museum has many famous paintings by Picasso.
  2. ζωγραφική (τέχνη)
    She has a talent for painting and sculpture.