ουσιαστικό “cow”
ενικός cow, πληθυντικός cows
- αγελάδα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The farmer milks his cows every morning.
- αρσενικό ή θηλυκό βοοειδές ζώο
The cows grazed peacefully in the meadow.
- το ενήλικο θηλυκό ορισμένων μεγάλων θηλαστικών όπως οι φάλαινες, οι ελέφαντες ή οι φώκιες
The cow elephant protected her calf from danger.
- αγελάδα (προσβλητικός όρος για μια γυναίκα που θεωρείται δυσάρεστη ή δύσκολη)
He was reprimanded for calling his colleague a cow.
ρήμα “cow”
απαρέμφατο cow; αυτός cows; αόριστος cowed; μετοχή αορ. cowed; μετοχή ενεστ. cowing
- εκφοβίζω (κάποιον)
The bully tried to cow the smaller children into giving up their lunch money.