·

cow (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “cow”

ενικός cow, πληθυντικός cows
  1. αγελάδα
    The farmer milks his cows every morning.
  2. αρσενικό ή θηλυκό βοοειδές ζώο
    The cows grazed peacefully in the meadow.
  3. το ενήλικο θηλυκό ορισμένων μεγάλων θηλαστικών όπως οι φάλαινες, οι ελέφαντες ή οι φώκιες
    The cow elephant protected her calf from danger.
  4. αγελάδα (προσβλητικός όρος για μια γυναίκα που θεωρείται δυσάρεστη ή δύσκολη)
    He was reprimanded for calling his colleague a cow.

ρήμα “cow”

απαρέμφατο cow; αυτός cows; αόριστος cowed; μετοχή αορ. cowed; μετοχή ενεστ. cowing
  1. εκφοβίζω (κάποιον)
    The bully tried to cow the smaller children into giving up their lunch money.