·

cheek (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “cheek”

ενικός cheek, πληθυντικός cheeks ή μη μετρήσιμο
  1. μάγουλο
    When he smiled, his cheeks dimpled charmingly.
  2. γλουτός (στην καθομιλουμένη, για το κάτω μέρος των γλουτών)
    When she bent over to pick up the ball, her shorts rode up, revealing her cheeks.
  3. θράσος
    He had the cheek to blame me for his own mistake!

ρήμα “cheek”

απαρέμφατο cheek; αυτός cheeks; αόριστος cheeked; μετοχή αορ. cheeked; μετοχή ενεστ. cheeking
  1. απονεμώ θράσος (ή αντιμιλώ με θράσος)
    When the student cheeked the teacher by rolling her eyes, she was sent to the principal's office.