ουσιαστικό “cheek”
ενικός cheek, πληθυντικός cheeks ή μη μετρήσιμο
- μάγουλο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
When he smiled, his cheeks dimpled charmingly.
- γλουτός (στην καθομιλουμένη, για το κάτω μέρος των γλουτών)
When she bent over to pick up the ball, her shorts rode up, revealing her cheeks.
- θράσος
He had the cheek to blame me for his own mistake!
ρήμα “cheek”
απαρέμφατο cheek; αυτός cheeks; αόριστος cheeked; μετοχή αορ. cheeked; μετοχή ενεστ. cheeking
- απονεμώ θράσος (ή αντιμιλώ με θράσος)
When the student cheeked the teacher by rolling her eyes, she was sent to the principal's office.