·

past (EN)
επίθετο, ουσιαστικό, πρόθεση, επίρρημα

επίθετο “past”

βασική μορφή past, μη βαθμ.
  1. παρελθόντος (για να διακρίνεται από το ουσιαστικό)
    She often reminisced about her past adventures with a sense of nostalgia.
  2. προηγούμενος
    She reminisced about her past adventures with a smile.
  3. παρατατικός (στη γραμματική)
    The word "shown" is the past participle of "show."
  4. πριν
    Three years past, she moved to a new city to start her career.

ουσιαστικό “past”

ενικός past, πληθυντικός pasts ή μη μετρήσιμο
  1. παρελθόν
    She often reminisced about her childhood, longing to revisit the joys of the past.
  2. παρατατικός
    Can you conjugate the verb "go" in the past?

πρόθεση “past”

past
  1. πέρα από
    The store is just past the gas station on the right.
  2. μετά την ώρα
    We need to hurry; it's already ten past five.
  3. πέρα από το ενδιαφέρον (για να διακρίνεται από τις άλλες χρήσεις)
    She's past trying to impress her critics.
  4. πέρα από την εμπειρία (για να διακρίνεται από τις άλλες χρήσεις)
    She's finally past the grief of losing her pet and can now talk about him with a smile.
  5. περνώντας
    The dog ran past the gate without even pausing.

επίρρημα “past”

past (more/most)
  1. περνώντας (ως επίρρημα)
    The cat ran past towards the kitchen.