ρήμα “owe”
απαρέμφατο owe; αυτός owes; αόριστος owed; μετοχή αορ. owed; μετοχή ενεστ. owing
- χρωστάω (χρήματα)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I owe you $20.
- οφείλω (υποχρέωση)
I owe you a favor for your help.
- χρωστάω (έχω χρέη)
He owes a lot after starting his business.
- οφείλω (λόγω αιτίας)
They owe their victory to excellent teamwork.