·

no (EN)
σωματίδιο, οριστικό, επίρρημα, ουσιαστικό

σωματίδιο “no”

no
  1. όχι
    Can I borrow your phone? No, I'm using it right now.
  2. όχι
    Haven't we met before?" "No, I don't think so.

οριστικό “no”

no
  1. κανένας (για αρσενικό), καμία (για θηλυκό), κανένα (για ουδέτερο)
    There were no survivors in the accident.
  2. σχεδόν κανένας (για αρσενικό), σχεδόν καμία (για θηλυκό), σχεδόν κανένα (για ουδέτερο)
    He is very skilled, so he can do it in no time.
  3. απαγορεύεται (π.χ. απαγορεύεται το κάπνισμα)
    No smoking on the train, please!
  4. καθόλου (πριν από ουσιαστικό)
    That car is no luxury vehicle, but it gets the job done.

επίρρημα “no”

no (more/most)
  1. καθόλου (πριν από επίθετο)
    This puzzle is no easier than the last one we did.

ουσιαστικό “no”

ενικός no, πληθυντικός nos ή μη μετρήσιμο
  1. το "όχι"
    When asked if he had taken the money, his no was firm and unwavering.