·

why (EN)
επίρρημα, ουσιαστικό, επίφωνο

επίρρημα “why”

why (more/most)
  1. γιατί
    Why did you decide to become a teacher?
  2. γιατί (χρησιμοποιείται ρητορικά)
    Why don't you take a break?
  3. γιατί (σε ερωτήσεις που υπονοούν πως δεν υπάρχει λόγος να γίνει κάτι)
    Why worry about the rain when we can have fun indoors?
  4. γιατί (σχετικικό)
    He asked why she was crying.

ουσιαστικό “why”

ενικός why, πληθυντικός whys ή μη μετρήσιμο
  1. ο λόγος
    She always asked the whys behind her parents' rules, wanting to understand their reasoning.

επίφωνο “why”

why
  1. ένας παρωχημένος τρόπος για να εκφράσεις έκπληξη, ενόχληση ή ανυπομονησία
    Why, I had no idea you were coming today!