ουσιαστικό “journey”
ενικός journey, πληθυντικός journeys
- ταξίδι
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After packing our bags, we began our journey to the Grand Canyon early in the morning.
- πορεία (μεταφορικά)
Her journey through medical school was challenging but ultimately rewarding.
ρήμα “journey”
απαρέμφατο journey; αυτός journeys; αόριστος journeyed; μετοχή αορ. journeyed; μετοχή ενεστ. journeying
- ταξιδεύω
We plan to journey across Europe this summer, visiting several countries along the way.