ρήμα “gnarl”
απαρέμφατο gnarl; αυτός gnarls; αόριστος gnarled; μετοχή αορ. gnarled; μετοχή ενεστ. gnarling
- στρίβω ή κάνω κάτι κόμπο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The old tree's roots gnarled around the rocks.
ουσιαστικό “gnarl”
ενικός gnarl, πληθυντικός gnarls
- κόμπος (σκληρός, στριφτός εξόγκωμα σε δέντρο)
The old oak tree had a large gnarl on its trunk where the branches twisted together.