·

gnarl (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “gnarl”

απαρέμφατο gnarl; αυτός gnarls; αόριστος gnarled; μετοχή αορ. gnarled; μετοχή ενεστ. gnarling
  1. στρίβω ή κάνω κάτι κόμπο
    The old tree's roots gnarled around the rocks.

ουσιαστικό “gnarl”

ενικός gnarl, πληθυντικός gnarls
  1. κόμπος (σκληρός, στριφτός εξόγκωμα σε δέντρο)
    The old oak tree had a large gnarl on its trunk where the branches twisted together.