·

depth (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “depth”

ενικός depth, πληθυντικός depths ή μη μετρήσιμο
  1. βάθος
    The diver reached a depth of 30 meters before ascending.
  2. βάθος
    The depth of the new refrigerator allows for more groceries to be stored.
  3. βάθος (το μέγεθος ή η σοβαρότητα ενός συναισθήματος ή κατάστασης)
    The depth of his understanding of quantum physics impressed the entire panel.
  4. βάθος (τρισδιάστατη αναπαράσταση)
    The photographer adjusted the lens to achieve the perfect depth in the portrait.
  5. βαθιές περιοχές
    The submarine explored the depths where sunlight never reaches.
  6. απομακρυσμένα μέρη
    The explorers ventured into the depths of the jungle.
  7. το χειρότερο ή πιο έντονο στιγμιότυπο σε μια δύσκολη κατάσταση
    She struggled to find hope in the depth of her despair.